- ζωμευτός
- ζωμ-ευτός, ή, όν, Orib.Fr. 119 (-ιστούς in Paul.Aeg.5.13 codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωμευτός — ζωμευτός, ή, όν (Α) [ζωμεύω] βραστός, παρασκευασμένος με ζωμό … Dictionary of Greek
ζωμευτοί — ζωμευτός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμευτήν — ζωμευτός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)